Dictionary of Greek. 2013.
ατάιστος — και ατάγιστος, η, ο 1. αυτός στον οποίο δεν δόθηκε φαγητό ή τροφή 2. αυτός που δεν δωροδοκήθηκε ή δεν εξαγοράστηκε … Dictionary of Greek